- αἰνοπαθής
- αἰνοπαθήςsuffering dire illsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αινοπαθής — αἰνοπαθής, ὲς (Α) αυτός που υποφέρει φρικτά, που δεινοπαθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + παθὴς < ἔπαθον, πάσχω] … Dictionary of Greek
αἰνοπαθῆ — αἰνοπαθής suffering dire ills neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰνοπαθής suffering dire ills masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰνοπαθής suffering dire ills masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνοπαθεῖς — αἰνοπαθής suffering dire ills masc/fem acc pl αἰνοπαθής suffering dire ills masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνοπαθές — αἰνοπαθής suffering dire ills masc/fem voc sg αἰνοπαθής suffering dire ills neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνοπαθοῦς — αἰνοπαθής suffering dire ills masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek